διανοούμενος

διανοούμενος
ο , διανοούμενη η интеллигент;
πλ. интеллигенция

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διανοούμενος" в других словарях:

  • διανοούμενος — βλ. διανοούμαι …   Dictionary of Greek

  • διανοούμενος — διανοέομαι have in mind pres part mp masc nom sg (attic epic doric) διανοέομαι have in mind pres part mp masc nom sg (attic epic doric) διανοέω have in mind pres part mp masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Университет Аристотеля в Салониках — Университет имени Аристотеля в Салониках греч. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης …   Википедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • διανοητής — ο (Α διανοητής) [διανοούμαι] διανοούμενος, στοχαστής αρχ. ο φρόνιμος, ο συνετός …   Dictionary of Greek

  • διανοούμαι — (Α διανοοῡμαι, έομαι και διανοῶ, έω) 1. αναλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι 2. έχω στον νου μου, σκοπεύω, σχεδιάζω, μελετώ νεοελλ. (η μτχ. ως ουσ.) ο διανοούμενος ο λόγιος, ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο πνευματικός εργάτης αρχ. 1. σκοπεύω,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • σοφιστικέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) (ξεν. τ.) 1. επιτηδευμένος, εξεζητημένος 2. μυστηριώδης («σοφιστικέ ύφος») 3. (για συσκευή ή μηχάνημα) πολύπλοκος 4. (για πρόσ.) (με ειρων. σημ.) διανοούμενος, κουλτουριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • χαρτογιακάς — ο, Ν ειρων. 1. υπάλληλος δημόσιας υπηρεσίας 2. διανοούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + γιακάς] …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Βενεβιτίνοφ, Ντμίτρι — (Dmitry Venevitinov, Μόσχα 1805 – 1827). Ρώσος διανοούμενος, ποιητής και κριτικός. Προικισμένος με εξαιρετική ευφυΐα, πήρε το δίπλωμά του από το πανεπιστήμιο της Μόσχας. Ήταν φίλος του Πούσκιν και των Δεκεμβριστών. Ύστερα από την ήττα των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»